- μεθημεριος
- μεθημέριοςдор. μεθᾱμέριος 2Eur. = μεθημερινός См. μεθημερινος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεθημέριος — και δωρ. τ. μεθαμέριος, ον (Α) ο μεθημερινός* («ἃ τῶν νυκτιπόλων ἐφόδων ἀνάσσεις, καὶ μεθαμερίων ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἡμέριος (< ἦμαρ), πρβλ. εφ ημέριος] … Dictionary of Greek
μεθημέριον — μεθημέριος masc/fem acc sg μεθημέριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθαμέριος — μεθαμέριος, ον (Α) βλ. μεθημέριος … Dictionary of Greek
μεθαμερίων — μεθᾱμερίων , μεθημέριος masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)